- τουρλού
- τοάκλ. (λ. τουρκ.)1. φαγητό του φούρνου από ανάμειχτα λαχανικά.2. φρ., «τουρλού τουρλού», λογής λογής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουρλού — το, Ν 1. φαγητό τού φούρνου με πολλά λαχανικά, κυρίως καλοκαιρινά 2. φρ. «τουρλού τουρλού» ανάκατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. turlu] … Dictionary of Greek